- δάκνουσι
- δάκνωbitepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)δάκνωbitepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάκνουσ' — δάκνουσα , δάκνω bite pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δάκνουσι , δάκνω bite pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δάκνουσι , δάκνω bite pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) δάκνουσαι , δάκνω bite… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέρπω — ἐξέρπω (Α) [έρπω] 1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῡ σκίμποδος δάκνουσί μ ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι») 2. πηγαίνω έξω 3. προχωρώ μπροστά 4. απέρχομαι 5. παράγω, γεννώ … Dictionary of Greek
πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… … Dictionary of Greek